πανωλόβλητος

πανωλόβλητος
-η, -ο
αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + -βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό-βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”